- τριτοετής
- -ές, Ναυτός που διανύει το τρίτο έτος («τριτοετής φοιτητής»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -ετής (<έτος), πρβλ. πρωτο-ετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριτοετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που διανύει το τρίτο έτος: Τριτοετής φοιτητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek